Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζεφυρήιος — ζεφυρήϊος, ον (Α) ο ζεφύριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ήιος, (πρβλ. ποταμ ήιος, χαλκ ήιος)] … Dictionary of Greek
ζεφυρήιον — ζεφυρήιος masc/fem acc sg ζεφυρήιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)